Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT
Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:
πώς χρησιμοποιείται η λέξη
συχνότητα χρήσης
χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
επιλογές μετάφρασης λέξεων
παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
ετυμολογία
Μετάφραση κειμένου με χρήση τεχνητής νοημοσύνης
Εισαγάγετε οποιοδήποτε κείμενο. Η μετάφραση θα γίνει με τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης.
Συζήτηση ρημάτων με τη βοήθεια της τεχνητής νοημοσύνης ChatGPT
Εισάγετε ένα ρήμα σε οποιαδήποτε γλώσσα. Το σύστημα θα εκδώσει έναν πίνακα συζήτησης του ρήματος σε όλες τις πιθανές χρόνους.
Αίτημα ελεύθερης μορφής στο ChatGPT τεχνητής νοημοσύνης
Εισαγάγετε οποιαδήποτε ερώτηση σε ελεύθερη μορφή σε οποιαδήποτε γλώσσα.
Μπορείτε να εισαγάγετε λεπτομερή ερωτήματα που αποτελούνται από πολλές προτάσεις. Για παράδειγμα:
Δώστε όσο το δυνατόν περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την ιστορία της εξημέρωσης κατοικίδιων γατών. Πώς συνέβη που οι άνθρωποι άρχισαν να εξημερώνουν γάτες στην Ισπανία; Ποιες διάσημες ιστορικές προσωπικότητες από την ισπανική ιστορία είναι γνωστό ότι είναι ιδιοκτήτες οικόσιτων γατών; Ο ρόλος των γατών στη σύγχρονη ισπανική κοινωνία.
РАЗРАБ'АТЫВАТЬ и (·устар.) разработывать, разрабатываю, разрабатываешь. ·несовер. к разработать .
разрабатывать
РАЗРАБАТЫВАТЬ, разработать что, работая разрывать, раскапывать, разрыхлять;
| выкапывать, добывать из чего;
| делать, работать из чего, перерабатывать; выделывать. Не разработана земля, не даст и плода. Разрабатывать рудник, прииск. Гжельский камень тешут, разрабатывая на плиты, карнизы, оголовки и пр. Архангельцы разрабатывают моржевую кость на резные вещицы. * Разрабатывать отрасль науки, заниматься, стараясь вникнуть глубже. * Разработать голос, ученьем и упражненьем довести его до большей обширности, покорности, гибкости и пр.-ся, страд. Разрабатыванье ·длит. разработанье ·окончат. разработка жен., ·об. действие по гл. Разработчик, -чица, кто разрабатывает что-либо.
разрабатывать
несов. перех.
1) а) Делать пригодным к использованию, производя необходимые (обычно земляные) работы, обрабатывая.
б) Делать, создавать, устраивать.
2) Производить необходимые работы по добыче, извлечению полезных ископаемых.
3) а) Тщательно продумав во всех деталях, творчески воплощать, создавать.
б) Всесторонне изучать, исследовать, анализировать.
4) Работая над чем-л., развивать, совершенствовать.
5) разг. Заставив что-л. работать, действовать, приводить в рабочее состояние, в состояние, хорошо приспособленное к использованию.